набавить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

набавить - translation to ρωσικά


набавить      
ajouter ( прибавить ); majorer , augmenter , hausser ( придых. ) ( увеличить, повысить )
набавить цены - hausser les prix
набавить цену на товар - majorer le prix d'une marchandise
набавить плату за помещение - augmenter le loer
набавить пять рублей на что-либо - augmenter de, cinq roubles le prix de qch
набавлять      
см. набавить
надбавлять      
см. набавить

Ορισμός

набавить
сов. перех. разг.
см. набавлять.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για набавить
1. Им было все равно, сколько еще могут набавить за хулиганство или даже за убийство.
2. Сначала литовцы ТНК-ВР рассматривали, потом отвергли, потом стали снова рассматривать, попросив набавить цену, хотя у других претендентов все давно уже набавлено...